Μετάβαση στο περιεχόμενο

λιβελούλη

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: λίβελος, λίβελλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιβελούλη οι λιβελούλες
      γενική της λιβελούλης
    αιτιατική τη λιβελούλη τις λιβελούλες
     κλητική λιβελούλη λιβελούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιβελούλη < λιβελούλα +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιβελούλη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]