λιβελούλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιβελούλη | οι | λιβελούλες |
γενική | της | λιβελούλης | — | |
αιτιατική | τη | λιβελούλη | τις | λιβελούλες |
κλητική | λιβελούλη | λιβελούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιβελούλη θηλυκό
- (εντομολογία) άλλη μορφή του λιβελούλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λιβελούλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιβελούλη
|