λιγάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιγάκι < λίγ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Επίρρημα[επεξεργασία]
λιγάκι
- (υποκοριστικό)
- σε μέτριο βαθμό, όχι πολύ.
- είμαι λιγάκι κουρασμένος
- για μικρή χρονική διάρκεια.
- περίμενε λιγάκι
- σε μέτριο βαθμό, όχι πολύ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγάκι
→ δείτε τη λέξη λίγο |