λιγάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγάση < αγγλική ligase

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιγάση θηλυκό

  • (βιολογία): ένζυμο που καταλύει ενώσεις βραχέων μορίων, δημιουργώντας μεγαλύτερα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]