λιγδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγδώνω < λίγδ(α) + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιγδώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • λιγδώνω το άντερό μου: λαδώνω το άντερό μου, έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι φάγαμε καλά, αλλά και συνεκδοχικά ότι επιτέλους βελτιώθηκε η κατάστασή μας μετά από περίοδο φτώχειας

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]