λιγδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
λιγδώνω
- άλλη μορφή του λιγδιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λίγδωμα
- λιγδωμένος
- → δείτε τη λέξη λίγδα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- λιγδώνω το άντερό μου: λαδώνω το άντερό μου, έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι φάγαμε καλά, αλλά και συνεκδοχικά ότι επιτέλους βελτιώθηκε η κατάστασή μας μετά από περίοδο φτώχειας
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιγδώνω | λίγδωνα | θα λιγδώνω | να λιγδώνω | λιγδώνοντας | |
β' ενικ. | λιγδώνεις | λίγδωνες | θα λιγδώνεις | να λιγδώνεις | λίγδωνε | |
γ' ενικ. | λιγδώνει | λίγδωνε | θα λιγδώνει | να λιγδώνει | ||
α' πληθ. | λιγδώνουμε | λιγδώναμε | θα λιγδώνουμε | να λιγδώνουμε | ||
β' πληθ. | λιγδώνετε | λιγδώνατε | θα λιγδώνετε | να λιγδώνετε | λιγδώνετε | |
γ' πληθ. | λιγδώνουν(ε) | λίγδωναν λιγδώναν(ε) |
θα λιγδώνουν(ε) | να λιγδώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λίγδωσα | θα λιγδώσω | να λιγδώσω | λιγδώσει | ||
β' ενικ. | λίγδωσες | θα λιγδώσεις | να λιγδώσεις | λίγδωσε | ||
γ' ενικ. | λίγδωσε | θα λιγδώσει | να λιγδώσει | |||
α' πληθ. | λιγδώσαμε | θα λιγδώσουμε | να λιγδώσουμε | |||
β' πληθ. | λιγδώσατε | θα λιγδώσετε | να λιγδώσετε | λιγδώστε | ||
γ' πληθ. | λίγδωσαν λιγδώσαν(ε) |
θα λιγδώσουν(ε) | να λιγδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιγδώσει | είχα λιγδώσει | θα έχω λιγδώσει | να έχω λιγδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιγδώσει | είχες λιγδώσει | θα έχεις λιγδώσει | να έχεις λιγδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιγδώσει | είχε λιγδώσει | θα έχει λιγδώσει | να έχει λιγδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιγδώσει | είχαμε λιγδώσει | θα έχουμε λιγδώσει | να έχουμε λιγδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιγδώσει | είχατε λιγδώσει | θα έχετε λιγδώσει | να έχετε λιγδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιγδώσει | είχαν λιγδώσει | θα έχουν λιγδώσει | να έχουν λιγδώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγδώνω
|