λιγνιτωρύχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιγνιτωρύχος < λιγνιτωρυχ(είο) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.ɣni.toˈɾi.xos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιγνιτωρύχος αρσενικό ή θηλυκό
- που εργάζεται σε λιγνιτωρυχείο
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις λιγνιτωρυχείο, λιγνίτης, ορυχείο και ορύσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγνιτωρύχος
|