λιγνιτόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιγνιτόσημο | τα | λιγνιτόσημα |
γενική | του | λιγνιτόσημου & λιγνιτοσήμου |
των | λιγνιτόσημων & λιγνιτοσήμων |
αιτιατική | το | λιγνιτόσημο | τα | λιγνιτόσημα |
κλητική | λιγνιτόσημο | λιγνιτόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιγνιτόσημο ουδέτερο
- (νεολογισμός) ποσό που αποδίδει η ΔΕΗ για έργα πρασίνου κ.ά. σε περιοχές που φιλοξενούν λιγνιτικές μονάδες και βαρύνονται περιβαλλοντικά από τη λειτουργία τους
- ※ Μεγαλόπολη: Πίστωση 3,6 εκατ. ευρώ από τη ΔΕΗ για το λιγνιτόσημο (www.ertnews.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγνιτόσημο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σημο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)