λιγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγώνω < (ελληνιστική κοινήὀλιγόω / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος

Ρήμα[επεξεργασία]

λιγώνω (παθητική φωνή: λιγώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]