λιθάργυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθάργυρος οι λιθάργυροι
      γενική του λιθάργυρου
λιθαργύρου
των λιθάργυρων
λιθαργύρων
    αιτιατική τον λιθάργυρο τους λιθάργυρους
λιθαργύρους
     κλητική λιθάργυρε λιθάργυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λιθάργυρος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθάργυρος < ελληνιστική κοινή λιθάργυρος < αρχαία ελληνική λίθος + ἄργυρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθάργυρος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]