λιθανάγλυφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιθανάγλυφο τα λιθανάγλυφα
      γενική του λιθανάγλυφου των λιθανάγλυφων
    αιτιατική το λιθανάγλυφο τα λιθανάγλυφα
     κλητική λιθανάγλυφο λιθανάγλυφα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθανάγλυφο < λιθ- + ανάγλυφο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθανάγλυφο ουδέτερο

  • ανάγλυφη παράσταση ή επιγραφή πάνω σε λίθο ο οποίος αποτελεί δομικό στοιχείο ενός κτίσματος, όπως για παράδειγμα κατοικία, εκκλησία, κάστρο
    Χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής της Τουρκοκρατίας είναι τα λιθανάγλυφα, που κοσμούν εξωτερικώς τον ναό
    λιθανάγλυφο από υπέρθυρο σπιτιού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]