λιθογραφία
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λιθογραφία | λιθογραφίες |
γενική | λιθογραφίας | λιθογραφιών |
αιτιατική | λιθογραφία | λιθογραφίες |
κλητική | λιθογραφία | λιθογραφίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιθογραφία < λέξη που έγινε αποδεκτή στο τέλος του 18ου αιώνα όταν ο Alois Senefelder εφηύρε τη λιθογραφία < λίθος + -γραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιθογραφία θηλυκό
- η τέχνη της αναπαραγωγής έντυπου υλικού με τη χρήση πέτρας, νερού, λιπαντικού και μελανιού
- το έργο που έχει αναπαραχθεί μέσω της λιθογραφίας (1)
- σύγχρονη μορφή τυπογραφίας της οποίας η τεχνική προέρχεται από την λιθογραφία (1)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η τέχνη
το έργο