λιθογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λιθογόνος, -ος/-α, -ο
- που παράγει λίθους
- ※ Στους τρείς από τους. ασθενείς αυτούς, πού είχαν υποβληθεί σε απλή χολοκυστεκτομή, διαπιστώθηκε ότι η χολόλιθοι είχαν λιθογόνο πυρήνα από ράμμα μέταξας. ([1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθογόνος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)