λιθοκόπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιθοκόπτης αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που δουλεύει στην κοπή λίθων
- μηχάνημα που κόβει λίθους σε συγκεκριμένο σχήμα ή μέγεθος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λιθοκοπτικός
- → δείτε τις λέξεις λίθος και κόβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθοκόπτης
|