λιθοπαγίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοπαγίδα οι λιθοπαγίδες
      γενική της λιθοπαγίδας των λιθοπαγίδων
    αιτιατική τη λιθοπαγίδα τις λιθοπαγίδες
     κλητική λιθοπαγίδα λιθοπαγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοπαγίδα < λιθο- + παγίδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθοπαγίδα θηλυκό

  • διάταξη που συγκρατεί πετραδάκια σε βιομηχανική επεξεργασία (πλύσιμο) τροφίμων
    ※  Στη συνέχεια τα τεύτλα οδηγούνται στο τμήμα πλύσης όπου περνώντας από σειρά μηχανημάτων (χορτοπαγίδες, λιθοπαγίδες, απολασπωτές κ.ά.) (Τεχνική και σχεδιασμός στις βιομηχανίες τροφίμων, ΕΜΠ, ανάκτηση 20/11/2021)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]