λιθοστρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθοστρωμένος η λιθοστρωμένη το λιθοστρωμένο
      γενική του λιθοστρωμένου της λιθοστρωμένης του λιθοστρωμένου
    αιτιατική τον λιθοστρωμένο τη λιθοστρωμένη το λιθοστρωμένο
     κλητική λιθοστρωμένε λιθοστρωμένη λιθοστρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθοστρωμένοι οι λιθοστρωμένες τα λιθοστρωμένα
      γενική των λιθοστρωμένων των λιθοστρωμένων των λιθοστρωμένων
    αιτιατική τους λιθοστρωμένους τις λιθοστρωμένες τα λιθοστρωμένα
     κλητική λιθοστρωμένοι λιθοστρωμένες λιθοστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοστρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου λιθοστρώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

λιθοστρωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]