λιθοστρώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.θoˈstɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐στρώ‐νο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λιθοστρώνομαι, π.αόρ.: λιθοστρώθηκα, μτχ.π.π.: λιθοστρωμένος