λιθοστρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοστρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιθοστρώνω [1] ή λιθόστρωτ(ος) + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.θoˈstɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐στρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιθοστρώνω, αόρ.: λιθόστρωσα, παθ.φωνή: λιθοστρώνομαι, π.αόρ.: λιθοστρώθηκα, μτχ.π.π.: λιθοστρωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «λίθος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. λιθοστρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας