λιθοτομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοτομία οι λιθοτομίες
      γενική της λιθοτομίας των λιθοτομιών
    αιτιατική τη λιθοτομία τις λιθοτομίες
     κλητική λιθοτομία λιθοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοτομία < αρχαία ελληνική λιθοτομία < λίθος + τέμνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθοτομία θηλυκό

  1. η λατόμηση / λατόμευση / λατομία
  2. (ιατρική) (παρωχημένο) χειρουργική τεχνική για αφαίρεση λίθων του νεφρού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Lithotomy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]