λιθόρριπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λιθόρριπτος
- που έχει κατασκευαστεί από ακανόνιστου σχήματος λίθους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθόρριπτος
|