λιθόστρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθόστρωτος η λιθόστρωτη το λιθόστρωτο
      γενική του λιθόστρωτου της λιθόστρωτης του λιθόστρωτου
    αιτιατική τον λιθόστρωτο τη λιθόστρωτη το λιθόστρωτο
     κλητική λιθόστρωτε λιθόστρωτη λιθόστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθόστρωτοι οι λιθόστρωτες τα λιθόστρωτα
      γενική των λιθόστρωτων των λιθόστρωτων των λιθόστρωτων
    αιτιατική τους λιθόστρωτους τις λιθόστρωτες τα λιθόστρωτα
     κλητική λιθόστρωτοι λιθόστρωτες λιθόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθόστρωτος < αρχαία ελληνική λιθόστρωτος < λίθος + στρώννυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

λιθόστρωτος, -η, -ο

  1. που τον έχουν λιθοστρώσει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) λιθόστρωτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]