λιθόσφαιρα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λιθόσφαιρα | - |
γενική | λιθόσφαιρας | - |
αιτιατική | λιθόσφαιρα | - |
κλητική | λιθόσφαιρα | - |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιθόσφαιρα < γαλλική lithosphère < λίθος και σφαίρα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.ˈθɔ.sfɛ.ɾa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιθόσφαιρα θηλυκό μόνο στον ενικό
- (γεωλογία) το εξωτερικό περίβλημα κάθε πετρώδους πλανήτη. Στη Γη αποτελείται από το στερεό φλοιό και μέρος του ανώτερου μανδύα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθόσφαιρα