λικέρ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λικέρ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λικέρ
|