λιμάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμάρω < ιταλική limare < λατινική limo < lima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lei- (λείος)

Ρήμα[επεξεργασία]

λιμάρω

  1. κάνω λείο ένα (συνήθως) μεταλλικό αντικείμενο ή μειώνω το πάχος του, χρησιμοποιώντας μια λίμα
  2. (μεταφορικά) φλυαρώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη λίμα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]