λιμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

λιμέ αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]