λιμενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμενίζω < λιμήν + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιμενίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]