λιμενοβιομηχανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιμενοβιομηχανικός < λιμένας + -ο- + βιομηχανικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λιμενοβιομηχανικός
- που συνδυάζει λιμάνι και βιομηχανική περιοχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιμενοβιομηχανικός
|