λιμενοβιομηχανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιμενοβιομηχανικός η λιμενοβιομηχανική το λιμενοβιομηχανικό
      γενική του λιμενοβιομηχανικού της λιμενοβιομηχανικής του λιμενοβιομηχανικού
    αιτιατική τον λιμενοβιομηχανικό τη λιμενοβιομηχανική το λιμενοβιομηχανικό
     κλητική λιμενοβιομηχανικέ λιμενοβιομηχανική λιμενοβιομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιμενοβιομηχανικοί οι λιμενοβιομηχανικές τα λιμενοβιομηχανικά
      γενική των λιμενοβιομηχανικών των λιμενοβιομηχανικών των λιμενοβιομηχανικών
    αιτιατική τους λιμενοβιομηχανικούς τις λιμενοβιομηχανικές τα λιμενοβιομηχανικά
     κλητική λιμενοβιομηχανικοί λιμενοβιομηχανικές λιμενοβιομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμενοβιομηχανικός < λιμένας + -ο- + βιομηχανικός

Επίθετο[επεξεργασία]

λιμενοβιομηχανικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]