λιμενολεκάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμενολεκάνη οι λιμενολεκάνες
      γενική της λιμενολεκάνης των λιμενολεκανών
    αιτιατική τη λιμενολεκάνη τις λιμενολεκάνες
     κλητική λιμενολεκάνη λιμενολεκάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμενολεκάνη < λιμένας + -ο- + λεκάνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμενολεκάνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]