λιμνογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμνογράφος οι λιμνογράφοι
      γενική του λιμνογράφου των λιμνογράφων
    αιτιατική τον λιμνογράφο τους λιμνογράφους
     κλητική λιμνογράφε λιμνογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμνογράφος < λίμν(η) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμνογράφος αρσενικό


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]