λιμοκοντόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμοκοντόρος οι λιμοκοντόροι
      γενική του λιμοκοντόρου των λιμοκοντόρων
    αιτιατική τον λιμοκοντόρο τους λιμοκοντόρους
     κλητική λιμοκοντόρε λιμοκοντόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμοκοντόρος < λίμα (πείνα) + κόντες + -όρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμοκοντόρος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γιάννης Καιροφύλλας, Οι πρώτοι έμποροι των Αθηνών, σελ. 87, 1999