λιμοκοντόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιμοκοντόρος αρσενικό
- (αργκό), παρωχημένος και μειωτικός χαρακτηρισμός φτωχού νεαρού, που ντύνεται επιδεικτικά και παριστάνει τον γόη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιμοκοντόρος