λινέλαιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λινέλαιον | τὰ | λινέλαιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | λινελαίου | τῶν | λινελαίων | ||||
δοτική | τῷ | λινελαίῳ | τοῖς | λινελαίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | λινέλαιον | τὰ | λινέλαιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | λινέλαιον | λινέλαιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λινελαίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λινελαίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λινέλαιον (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική λίνον) λιν- + -έλαιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λινέλαιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το λινέλαιο
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε Μωυσής ο αλχημιστής (Moses alchemista) - ⌘ Collection des anciens alchemistes grecs, 1888, vol.3, σελ.311, στίχ.18
- Δὸς τὸν ἀμίαντον εἰς χωνευτῆρα, καὶ βάλε ἐπάνω αὐτοῦ λινέλαιον, ἕως ὅτου ἴδῃς τὸν ἀμίαντον ὡς τὸ πῦρ·
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε Μωυσής ο αλχημιστής (Moses alchemista) - ⌘ Collection des anciens alchemistes grecs, 1888, vol.3, σελ.311, στίχ.18
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λινέλαιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα λιν- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -έλαιον (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)