λινγκουίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λινγκουίνι | τα | λινγκουίνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λινγκουίνι | τα | λινγκουίνια |
κλητική | λινγκουίνι | λινγκουίνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λινγκουίνι < ιταλική linguine πληθυντικός του linguina (= γλωσσίτσα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λινγκουίνι ουδέτερο, πληθυντικός λινγκουίνια (*),
- είδος λεπτού μακρύ επίπεδου ζυμαρικού σε μορφή σπαγγέτι που διακρίνεται ανάλογα με το μέγεθός του σε μπαβέτι και τρενάτι
- πιάτο φαγητού φτιαγμένο με λινγκουίνι, χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος που τα συνοδεύουν
- τα λιγκουίνια ανήκουν στα μακριά ζυμαρικά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αναφέρεται στον πληθυντικό και ως λινγκουίνι, ακολουθώντας την ιταλική γλώσσα, ως πληθυντικός του λινγκουίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λινγκουίνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)