λιοντάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοντάρι τα λιοντάρια
      γενική του λιονταριού των λιονταριών
    αιτιατική το λιοντάρι τα λιοντάρια
     κλητική λιοντάρι λιοντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιοντάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιοντάρι(ν) με συνίζηση < λεοντάριν < ελληνιστική κοινή λεοντάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική λέων[1]
Αρσενικό λιοντάρι.
Θηλυκό λιοντάρι.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʎonˈda.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιο‐ντά‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιοντάρι ουδέτερο (αρσενικό λέοντας), (θηλυκό λέαινα ή λιονταρίνα & λιόντισσα)

  1. (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο του είδους Panthera leo που ανήκει στην οικογένεια των Αιλουροειδών με εξαιρετική δύναμη κι ευελιξία
    αρσενικό λιονάρι, θηλυκό λιοντάρι
    Το αρσενικό λιοντάρι διακρίνεται για την πλούσια χαίτη του χάρη στην οποία επονομάζεται «ο βασιλιάς των ζώων» ή «o βασιλιάς της ζούγκλας».
    το λιοντάρι βρυχάται
  2. (μεταφορικά) θαρραλέος, ατρόμητος
    πολέμησε σα λιοντάρι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

με λέων, λεοντ-

με λιοντ-, λιονταρ- & λεονταρ-

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιοντάρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]