λιοτρίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιοτρίβω < λειοτρίβω < λειοτριβώ, από σύγχυση του «λειο-» (λείος, λειαίνω) με το λιο- (στη σημασία ελιά) με την επίδραση του λιοτριβειό (ελαιοτριβείο)
Ανορθογραφία[επεξεργασία]
λιοτρίβω