λιοτριβειό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοτριβειό τα λιοτριβειά
      γενική του λιοτριβειού των λιοτριβειών
    αιτιατική το λιοτριβειό τα λιοτριβειά
     κλητική λιοτριβειό λιοτριβειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιοτριβειό < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐλαιοτριβεῖον («πρέσα για λάδι») με αποβολή του αρχικού φωνήεντος για αποφυγή της χασμωδίας με το πρόθημα λιο-. Δείτε και ελαιοτριβείο[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʎo.tɾiˈvʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιο‐τρι‐βειό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιοτριβειό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • λαϊκότροπα, διαλεκτικά: → δείτε τη λέξη λιοτρίβι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]