λιοτρόπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοτρόπι τα λιοτρόπια
      γενική του λιοτροπιού των λιοτροπιών
    αιτιατική το λιοτρόπι τα λιοτρόπια
     κλητική λιοτρόπι λιοτρόπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιοτρόπι < ηλιοτρόπιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιοτρόπι ουδέτερο

(λαϊκότροπο)
  1. (φυτό) άλλη μορφή του ηλιοτρόπιο
  2. (ιδιωματικό) ηλιοστάσιο
    Χειμερινό ηλιοστάσιο ή χειμωνιάτικο λιοτρόπι. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]