λιπαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιπαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπαίνω και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική engraisser[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈpe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐παί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

λιπαίνω, αόρ.: λίπανα, παθ.φωνή: λιπαίνομαι, π.αόρ.: λιπάνθηκα, μτχ.π.π.: λιπασμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λίπος

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]