λιπασματοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιπασματοβιομηχανία < λίπασμα + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιπασματοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία παραγωγής λιπασμάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιπασματοβιομηχανία
|