λιποδιαλύτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιποδιαλύτης αρσενικό
- (για χημική ουσία ή συμπλήρωμα διατροφής) που συμβάλει στην καταπολέμηση του λίπους
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιποδιαλύτης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- λιποδιαλύτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)