λιποπεριεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιποπεριεκτικότητα < λίπος + -ο- + περιεκτικότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιποπεριεκτικότητα θηλυκό
- η περιεκτικότητα σε λίπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιποπεριεκτικότητα
|