λιποτάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιποτάκτης < ελληνιστική κοινή λιποτάκτης < αρχαία ελληνική λείπω + τάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιποτάκτης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός (στρατιώτης ή αξιωματικός) που εγκαταλείπει τη μονάδα του χωρίς να έχει πάρει άδεια
- (μεταφορικά) όποιος εγκαταλείπει την προσπάθεια για κάτι και όσους προσπαθούν μαζί του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)