λιπόσαρκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιπόσαρκος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική λιπόσαρκος < λιπο- (θέμα του ρήματος λείπω + σάρξ σαρκ- + -ος.
Επίθετο[επεξεργασία]
λιπόσαρκος, -η, -ο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιπόσαρκος