λιτέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιτέρα οι λιτέρες
      γενική της λιτέρας
    αιτιατική τη λιτέρα τις λιτέρες
     κλητική λιτέρα λιτέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιτέρα < ιταλική lettiera < γαλλική litière < lit (κρεβάτι) < λατινική lectus (κρεβάτι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *logʰos < *legʰ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιτέρα θηλυκό

συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]