λιτέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιτέρα | οι | λιτέρες |
γενική | της | λιτέρας | — | |
αιτιατική | τη | λιτέρα | τις | λιτέρες |
κλητική | λιτέρα | λιτέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιτέρα < ιταλική lettiera < γαλλική litière < lit (κρεβάτι) < λατινική lectus (κρεβάτι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *logʰos < *legʰ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιτέρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) νεκροκρέβατο το οποίο άνηκε στην κοινότητα. Ακουγόταν στην περιοχή του βορείου Αιγαίου
συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιτέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)