λιτρουβιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιτρουβιό < ελαιοτριβείο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.tɾuˈvʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐τρου‐βιό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιτρουβιό ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- λιτρουβειό
- λιοτριβειό
- τριό (ορεινή Νάξο)
- ντρουβιό (κερκυραϊκά)
- ντρούβι (κερκυραϊκά)
- λιοτρίβι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιτρουβιό
|