λιχουδιάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιχουδιάρικος < λιχουδιάρης + -ικος < μεσαιωνική ελληνική λιχούδης < αρχαία ελληνική λείχω
Επίθετο[επεξεργασία]
λιχουδιάρικος, -α, -ικο
- (οικείο) άλλη μορφή του λιχούδικος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λιχούδης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιχουδιάρικος
|