λιόκρουσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιόκρουσμα τα λιοκρούσματα
      γενική του λιοκρούσματος των λιοκρουσμάτων
    αιτιατική το λιόκρουσμα τα λιοκρούσματα
     κλητική λιόκρουσμα λιοκρούσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιόκρουσμα < λιό- + κρούσμα < λιοκρούγομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʎo.kɾu.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιό‐κρου‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιόκρουσμα ουδέτερο (δημοτική)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]