λιώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιώμα < λιώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιώμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- οτιδήποτε πολύ λιωμένο ή συμπιεσμένο λόγω συμπίεσης ή υπερβολικού χτυπήματος
- (μεταφορικά) υπερβολική ψυχική κούραση, ψυχική καταρράκωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιώμα