λογάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογάκι τα λογάκια
      γενική
    αιτιατική το λογάκι τα λογάκια
     κλητική λογάκι λογάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογάκι < λόγ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λογάκι ουδέτερο

  1. σύντομος λόγος, συνήθως επιτιμητικός
    έχω να σου πω δυο λογάκια για τη συμπεριφορά σου
  2. τρυφερή κουβέντα
    έλα, μωρό μου, να σε καληνυχτίσω και να πούμε τα λογάκια μας
  3. τα πρώτα λόγια ενός μωρού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]