λογής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | — | — | ||
γενική | λογής | λογιών | ||
αιτιατική | — | — | ||
κλητική | — | — | ||
όπως «θηλυκά ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογῆς, γενική ενικού του ουσιαστικού της ελληνιστικής λογή (είδος) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογής θηλυκό στη γενική ενικού (και πληθυντικού: λογιών)
- είδους, κατηγορίας, ποιότητας
- ↪ αναρωτιέμαι τι λογής άνθρωπος είναι τούτος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογής λογής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)