λογαριάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογαριάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος λογαριάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
λογαριάζομαι
- με λογαριάζουν, με υπολογίζουν, με αποτιμούν, με εκτιμούν είτε με ακριβεια είτε κατά προσέγγιση
- έρχομαι σε σύγκρουση, αναμετριέμαι
- θα λογαριαστούμε εμείς οι δυο
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογαριάζομαι | λογαριαζόμουν(α) | θα λογαριάζομαι | να λογαριάζομαι | ||
β' ενικ. | λογαριάζεσαι | λογαριαζόσουν(α) | θα λογαριάζεσαι | να λογαριάζεσαι | (λογαριάζου) | |
γ' ενικ. | λογαριάζεται | λογαριαζόταν(ε) | θα λογαριάζεται | να λογαριάζεται | ||
α' πληθ. | λογαριαζόμαστε | λογαριαζόμαστε λογαριαζόμασταν |
θα λογαριαζόμαστε | να λογαριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | λογαριάζεστε | λογαριαζόσαστε λογαριαζόσασταν |
θα λογαριάζεστε | να λογαριάζεστε | (λογαριάζεστε) | |
γ' πληθ. | λογαριάζονται | λογαριάζονταν λογαριαζόντουσαν |
θα λογαριάζονται | να λογαριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογαριάστηκα | θα λογαριαστώ | να λογαριαστώ | λογαριαστεί | ||
β' ενικ. | λογαριάστηκες | θα λογαριαστείς | να λογαριαστείς | λογαριάσου | ||
γ' ενικ. | λογαριάστηκε | θα λογαριαστεί | να λογαριαστεί | |||
α' πληθ. | λογαριαστήκαμε | θα λογαριαστούμε | να λογαριαστούμε | |||
β' πληθ. | λογαριαστήκατε | θα λογαριαστείτε | να λογαριαστείτε | λογαριαστείτε | ||
γ' πληθ. | λογαριάστηκαν λογαριαστήκαν(ε) |
θα λογαριαστούν(ε) | να λογαριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λογαριαστεί | είχα λογαριαστεί | θα έχω λογαριαστεί | να έχω λογαριαστεί | λογαριασμένος | |
β' ενικ. | έχεις λογαριαστεί | είχες λογαριαστεί | θα έχεις λογαριαστεί | να έχεις λογαριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει λογαριαστεί | είχε λογαριαστεί | θα έχει λογαριαστεί | να έχει λογαριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λογαριαστεί | είχαμε λογαριαστεί | θα έχουμε λογαριαστεί | να έχουμε λογαριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε λογαριαστεί | είχατε λογαριαστεί | θα έχετε λογαριαστεί | να έχετε λογαριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λογαριαστεί | είχαν λογαριαστεί | θα έχουν λογαριαστεί | να έχουν λογαριαστεί |