λογγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογγώνω < λόγγος + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

λογγώνω

  1. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε λόγγο
    το χωράφι έχει μείνει ακαλλιέργητο για μια δεκαετία και τώρα έχει λογκώσει

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]