λογικολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λογικολόγος οι λογικολόγοι
      γενική του/της λογικολόγου των λογικολόγων
    αιτιατική τον/τη λογικολόγο τους/τις λογικολόγους
     κλητική λογικολόγε λογικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογικολόγος < λογικ(ή) + -ο- + -λόγος, πρώτη γραπτή εμφάνιση της λέξης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λογικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • επιστήμονας με πεδίο ενδιαφέροντος τη λογική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]